Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ Θεσσαλονίκη 15-7-2019

ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΧΘΗΚΕ Ο ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ Ο.Δ.Υ.Ε.

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ο δικαστικός υπάλληλος αρωγός και φυσικός συνεργάτης των δικαστικών λειτουργών (Δικαστή, Εισαγγελέα) κατέχει ειδική θέση στο ελληνικό δικαϊκό σύστημα, συμβάλλει στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελώντας με τα λοιπά νομικά επαγγέλματα εχέγγυο αυτού. Η ξεχωριστή θέση του δικαστικού υπαλλήλου διασφαλίστηκε από πλήθος νομοθετημάτων του Έλληνα νομοθέτη και πρώτιστα από την κορωνίδα της Δημοκρατίας το Σύνταγμα της Ελλάδος.

  • 1) Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος:

TMHMA E΄ Δικαστική Εξουσία

KEΦAΛAIO ΠPΩTO Δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι

Άρθρo 92

1. Οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι. Mπoρεί να παυθoύν μόνο με δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης, ή με απόφαση δικαστικού συμβουλίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια που βεβαιώνονται, όπως νόμος ορίζει.

2. Νόμος ορίζει τα προσόντα των υπαλλήλων της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και τα σχετικά με την κατάστασή τoυς γενικά.

3. Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων που αφορούν μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει.

4. Οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι. Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και σε αυτούς.

Άρθρο 99

1. Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό δικαστήριο πoυ συγκρατείται από τoν Πρόεδρo τoυ Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό τoυ, και από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο τoυ Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύo τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Xώρας και δύo δικηγόρους, μέλη τoυ Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μέλη, πoυ oρίζoνται με κλήρωση.

2. Aπό τα μέλη τoυ ειδικoύ δικαστηρίoυ εξαιρείται κάθε φoρά εκείνo πoυ ανήκει στo σώμα ή τoν κλάδo της δικαιoσύνης πoυ για ενέργεια ή παράλειψη λειτoυργών τoυ καλείται να απoφανθεί τo δικαστήριo. Eφόσoν πρόκειται για αγωγή κακoδικίας κατά μέλους τoυ Συμβουλίου της Eπικρατείας ή λειτουργών των τακτικών διoικητικών δικαστηρίων, στo ειδικό αυτό δικαστήριο πρoεδρεύει o Πρόεδρος τoυ Aρείoυ Πάγoυ.

3. Δεν απαιτείται άδεια για να εγερθεί αγωγή κακoδικίας.

Το ως άνω άρθρο 99 Σ.94 καθιδρύει το ειδικό δικαστήριο ‘Αγωγών κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών’ σε εκτέλεση του οποίου εκδόθηκε ο νόμος 693/77 ‘περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας’, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον νόμο 1366/1983, ενώ το νομικό πλαίσιο της αγωγής κακοδικίας κατά δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών, δικαστικών γραμματέων, δικαστικών επιμελητών ορίζεται στο άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ , όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 22 παρ. 2 ν. 693/1977.

Κατά την απόφαση ΠΠρΑθ 51/2015: «Σύμφωνα με το άρθρο 73 § 1-5 του ΕισΝΚΠολΔ, αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, Πολυμελές Πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή αυτή, εκτός των στοιχείων που προβλέπονται στα άρθρα 118 και 216 § 1 ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα. Επιπλέον, στην αγωγή πρέπει να επισυνάπτονται με ποινή απαραδέκτου α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα και β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις. Τέλος, δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή την παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Η αγωγή αποζημιώσεως κατά των ως άνω προσώπων, αν αυτά ζημίωσαν τους διαδίκους ή τρίτους από δόλο ή βαριά αμέλεια, καλείται αγωγή κακοδικίας (Ράμμος, Εγχειρίδιον I, § 45 δ. 90-91, Κουσούλης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Έκδοση 2000, τόμος II, υπό άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ, παράγραφος 2, σελ. 2102). Η διάταξη αυτή, ορίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις για την έγκυρη και παραδεκτή έγερση της αγωγής κακοδικίας κατά των παραπάνω προσώπων, την υποβάλλει σε ρύθμιση διαφορετική από εκείνη, στην οποία υποβάλλεται η αγωγή αποζημίωσης κατά του ενδοσυμβατικώς εν γένει, βάσει των άρθρων ΑΚ 330, 335 επ, 343 επ. 382 επ. ή εξωσυμβατικώς, βάσει του άρθρου ΑΚ 914, ευθυνόμενου. Αυτή δε η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, εν όψει της ιδιότητας των ως άνω προσώπων, προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η οποία δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση αυτών (ΟλΑΠ 18/1999). Καθίσταται όμως υπέρμετρος περιορισμός η πιο πάνω εξάμηνη προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, στο σημείο, που τοποθετεί την έναρξη της στο χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς και όχι στο χρόνο γνώσεως του ζημιωθέντος, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος, πολύ πριν λάβει γνώση ο ζημιωθείς της ζημιογόνου συμπεριφοράς. Ο περιορισμός αυτός, καθόσον συναρτάται με το χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς, δεν είναι αναγκαίος ούτε πρόσφορος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, τις κρατούσες αντιλήψεις και την ιδιαίτερη φύση του προστατευόμενου ουσιαστικού»

  • 2. Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4620/2019, Τεύχος A’ 96/11.06.2019 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ) :

Άρθρο 13. – Δικαστικός γραμματέας.

1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση.

2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου να αναπληρώσει κάποιος άλλος τον γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. Για την απόφαση αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.

3. Ο δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.

Άρθρο 14. – Λόγοι αποκλεισμού.

1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.

Άρθρο 140. – Πρακτικά της συνεδρίασης.

Τα πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από τον γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) τον τόπο, τον χρόνο της συνεδρίασης και τις διακοπές της, καθώς και την ώρα που ορίστηκε για κάθε επανάληψη, β) τα ονοματεπώνυμα των δικαστών, του εισαγγελέα και του γραμματέα, γ) το ονοματεπώνυμο και ό,τι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας των διαδίκων, των εκπροσώπων τους και των συνηγόρων, δ) τα ονοματεπώνυμα των μαρτύρων, των διερμηνέων, των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων και ε) την όρκιση των μαρτύρων, των διερμηνέων και των πραγματογνωμόνων

Άρθρο 142. – Σύνταξη των πρακτικών.

1. Μόλις τελειώσει η συνεδρίαση, όποιος τη διευθύνει θεωρεί και μονογράφει σε κάθε φύλλο τα πρόχειρα πρακτικά που συντάχθηκαν από τον γραμματέα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

2. Μέσα σε οκτώ ημέρες από τη συνεδρίαση καθαρογράφονται τα πρακτικά από τον γραμματέα και υπογράφονται από αυτόν και τον δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση ή, αν αυτός μετατέθηκε ή απομακρύνθηκε από τη δημόσια υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, από τον αρχαιότερο μεταξύ των δικαστών που συμμετείχαν στη συζήτηση και, αν το δικαστήριο είναι μονομελές, μόνο από τον γραμματέα. Αν ο γραμματέας που συμμετείχε στη συζήτηση απομακρύνθηκε από την υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, τα πρακτικά συντάσσει όποιος διευθύνει τη γραμματεία του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του με βάση τα πρόχειρα πρακτικά και τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στο δικαστικό γραφείο τα πρακτικά υπογράφονται από αυτόν και από τον διευθύνοντα τη συζήτηση σύμφωνα με τα παραπάνω. Η ημερομηνία υπογραφής των καθαρογραμμένων πρακτικών σημειώνεται αυθημερόν σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται στην οικεία γραμματεία.

Άρθρο 143. – Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία ή εικονοληψία.

1. Ενώπιον των δικαστηρίων μπορεί να εφαρμοστεί και το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία. Σε δίκες κακουργημάτων η τήρηση πρακτικών με φωνοληψία είναι υποχρεωτική. α. Η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών γίνεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου και υπό τις οδηγίες του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ή άλλες τεχνικές φωνοληψίας που διενεργούνται με την χρήση κατάλληλων μηχανικών μέσων και, εφόσον παρίσταται αναγκαίο, με την συνδρομή βοηθητικού προσωπικού.

Άρθρο 150. – Πρόσωπα που συμπράττουν.

Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, παρίσταται δικαστικός γραμματέας ή ανακριτικός υπάλληλος και, αν δεν υπάρχουν αυτοί, παρίστανται δύο μάρτυρες. Οι μάρτυρες πρέπει να μην είναι ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, να μην έχουν συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον τρίτο βαθμό με τον δημόσιο υπάλληλο που συντάσσει την έκθεση ή τον κατηγορούμενο ή τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας και να μην είναι προφανώς μεθυσμένοι ή διανοητικά άρρωστοι.-

Άρθρο 241. – Η ανάκριση είναι έγγραφη.

Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα διενεργείται με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή, αν δεν υπάρχουν αυτοί, με παρουσία δύο μαρτύρων που έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 150. Αν δεν είναι δυνατό να βρεθούν τέτοιοι μάρτυρες, όποιος διενεργεί την ανάκριση είναι υποχρεωμένος να την ολοκληρώσει και μόνος του. Για κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους.

Άρθρο 473. – Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων.

3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ειδικά για τον κατηγορούμενο, ο οποίος αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης γνωστοποίησε με δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει μετά τη σχετική ενημέρωση από τον γραμματέα του δικαστηρίου με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφορικά με την καταχώριση της απόφασης ως καθαρογραμμένης. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής. Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώριση.

Η αναφορά των παραπάνω διατάξεων είναι ενδεικτική της σπουδαιότητας του ρόλου του δικαστικού υπαλλήλου στην απονομή της δικαιοσύνης. Προς επίρρωση των ρόλου του θα μπορούσαν να αναγραφούν πλήθος διαδικαστικών πράξεων που εκτελούνται από τον δικαστικό υπάλληλο, από την κατάθεση της μηνύσεως-αγωγής έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης, της συμμετοχής του στην εφαρμογή των διατάξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και τόσων άλλων πράξεων-δημόσιων εγγράφων με νομική επενέργεια, που η έκδοσή τους θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συμμετοχή του.

  • 3) Σύμφωνα με τον κώδικα των δικαστικών υπαλλήλων, όπως κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του νόμου 2812/2000 (ΦΕΚ Α 67/10.3.2000):

  • Άρθρο 1.

1.Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι δικαστικοί υπάλληλοι.

«2. Δικαστικοί υπάλληλοι είναι οι υπάλληλοι της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, οι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι υπάλληλοι των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, καθώς και οι υπάλληλοι των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω – Λέρου».

  • Άρθρο 22.

Τίτλος Άρθρου «Συγκρότηση δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων»

” 1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και έξι συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν εφέτη, έναν αντεισαγγελέα εφετών και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικού εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο εφέτες και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

3. «Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τον σύμβουλο επικρατείας που πρώτος αναδείχθηκε κατά την κλήρωση, τον νεότερο αντεπίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δύο δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.».

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν αρεοπαγίτη, έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη.

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

«Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τους τρεις πρώτους συμβούλους Επικρατείας που αναδείχθηκαν κατά την κλήρωση, τον αρχαιότερο αντεπίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δύο δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.».

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, δύο αρεοπαγίτες, δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

«Οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων δύνανται να προεδρεύσουν των οικείων επταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων.».

  • Άρθρο: 58

Τίτλος Άρθρου : Κατοχή δεύτερης θέσης

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4. απαγορεύεται ο διορισμός δικαστικών υπαλλήλων, με οποιαδήποτε σχέση, σε άλλη θέση: α) δημόσιας υπηρεσίας, β) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γ) οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε βαθμού, καθώς και ένωσης ή συνδέσμου οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δ) δημόσιας επιχείρησης και δημόσιου οργανισμού,

ε) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο Κράτος ή επιχορηγείται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού του ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Κράτος και στ) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στα υπό στοιχεία β ‘, γ, δ ‘ και ε ‘ νομικά πρόσωπα ή επιχορηγείται από αυτά τακτικώς κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή κατά το οικείο καταστατικό ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στα νομικά αυτά πρόσωπα.

2. Δικαστικός υπάλληλος που κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 διορίστηκε σε άλλη θέση και αποδέχτηκε το διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την πρώτη θέση.

3. Επιτρέπεται στο δικαστικό υπάλληλο να αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, ύστερα από άδεια της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 46.

4. Επιτρέπεται ο διορισμός σε δεύτερη θέση, αν προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

  • Άρθρο 60

Τίτλος Άρθρου: Αστική ευθύνη

1. Ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία, την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ευθύνεται επίσης για τις αποζημιώσεις, τις οποίες κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις του.

2. Αν το Δημόσιο κατέβαλε αποζημίωση σε τρίτους για ζημία που προξενήθηκε από παράνομη πράξη ή παράλειψη δικαστικού υπαλλήλου, η υπόθεση παραπέμπεται υποχρεωτικώς, μέσα σε ένα μήνα από την καταβολή της αποζημίωσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

3. Σε περίπτωση βαριάς αμέλειας του δικαστικού υπαλλήλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει στο δικαστικό υπάλληλο μέρος μόνο της ζημίας που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης που υποχρεώθηκε να καταβάλλει το Δημόσιο.

4. Αν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου.

5. Η αστική ευθύνη των δημόσιων υπολόγων από τη διαχείρισή τους διέπεται από τις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις.

6. Η αξίωση του Δημοσίου για αποζημίωση έναντι των δικαστικών υπαλλήλων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 παραγράφεται σε δύο (2) έτη. Η διετία αυτή αρχίζει αφότου επήλθε η ζημία, την οποία προξένησε στο Δημόσιο ο δικαστικός υπάλληλος ή αφότου το Δημόσιο κατέβαλε την αποζημίωση σε τρίτο λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης του δικαστικού υπαλλήλου.

  • Άρθρο 82

Τίτλος Άρθρου: Απόσπαση

“1. Επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, καθώς και στα υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία της χώρας για την κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο δικαστικός υπάλληλος, υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου αυτού”.

2. Εφόσον υφίσταται σοβαρή υπηρεσιακή ανάγκη, οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να αποσπώνται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η απόσπαση διενεργείται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος.

“3. Η διάρκεια της απόσπασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Η διάρκεια της απόσπασης της παραγράφου 2 ορίζεται σε δύο έτη και μπορεί να παραταθεί για άλλα δύο έτη, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 4”.

4. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.

5. Για την απόσπαση συνεκτιμώνται από το δικαστικό (υπηρεσιακά) συμβούλιο η τυχόν αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, ο τόπος κατοικίας του, η κατάσταση υγείας του, η οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση με τον ή τη σύζυγο.

6. Μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση. Για την επάνοδο δεν εκδίδεται διοικητική πράξη.

“7. Διατάξεις που προβλέπουν την απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστών ή σε παραμεθόριες περιοχές για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων η σε γραφεία βουλευτών ή Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Ελληνική Βουλή διατηρούνται σε ισχύ”.

  • Άρθρο 104

Τίτλος Άρθρου: Αρμόδιος για την πειθαρχική δίωξη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

1. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις για την κλήρωση των μελών των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων. Στην περίπτωση του άρθρου 106 παράγραφος 1, εδάφιο δεύτερο, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο μόνος δικαστής ή εισαγγελέας που υπηρετεί. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι ο νεότερος αντεπίτροπος.

“Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία ή το υποθηκοφυλακείο. Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι γενικοί συντονιστές.”

2. Οι δικαστές και εισαγγελείς που αναδεικνύονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης δικαστικών υπαλλήλων κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Αν ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης που ορίζεται κατά την παράγραφο 1 δεν ολοκληρώσει τις ενέργειές του σε συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση μέχρι τη λήξη του έτους, για το οποίο έχει οριστεί, διατηρεί την αρμοδιότητά του για την υπόθεση αυτή έως ότου περατώσει το έργο του.

4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου.

5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.

  • Άρθρο 105

Τίτλος Άρθρου: Πειθαρχικά όργανα

1. Μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διοίκησης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

2. Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι τα “υπηρεσιακά ή δικαστικά” συμβούλια.

Για την κατανόηση της σημασίας της συγκρότησης των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων των δικαστικών υπαλλήλων από δικαστικούς λειτουργούς και την όμοια συγκρότηση αυτών και για τα λοιπά νομικά επαγγέλματα, παρατίθενται τα κατωτέρω: Yπάρχουν νομικές πράξεις ( εκτός από τις περί της δικαιοδοτικής λειτουργίας και τις σχετικές με τη διοίκηση της δικαιοσύνης) οι οποίες εκδίδονται από δικαστικά όργανα μετέχοντα σε συλλογικά όργανα της διοίκησης. Η με αρ. 189/2007 απόφαση του ΣτΕ (ολομέλεια) προσέγγισε διαφορετικά τη συμμετοχή δικαστικών οργάνων σε συλλογικά όργανα που αποφαίνονται περί της λειτουργίας της δικαιοσύνης (αφού και οι δικηγόροι ασκούν δημόσιο λειτούργημα συνυφασμένο με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης – άρθρα 88 παρ. 2 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος) σε ότι αφορά τον χαρακτηρισμό των αποφάσεων τους ως πράξεων διοικητικής αρχής και ως εκ τούτου δυνάμενες να θεμελιώσουν αξίωση αστικής ευθύνης του δημοσίου κατ’ άρθ. 105ΕισΝΑΚ, έτσι : «από τας ως άνω διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, ερμηνευομένας εν όψει της εννοίας των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, προκύπτει ότι τα πειθαρχικά Συμβούλια Δικηγόρων, δεν συνιστούν δικαστήρια και δεν αποτελούν όργανα, εντεταγμένα εις την δικαστικήν οργάνωσιν του Κράτους, ανεξαρτήτως της προβλεπομένης από τον νόμον συμμετοχής εις το πενταμελές Ανωτάτον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων εις αυτό δικηγόρων, αλλά αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, αι αποφάσεις των οποίων, υπόκεινται, εις δικαστικόν έλεγχον. Κατά την ειδικοτέραν δέ γνώμην, την οποίαν διετύπωσαν οι Σύμβουλοι: Π. Πικραμένος, Αθ. Ράντος, Ιωαν. Μαντζουράνης και Αρ. Βώρος, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγόρων, αποτελούν, όπως ευθέως προκύπτει εκ των ανατιθεμένων, εις αυτά, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, διοικητικής φύσεως, αρμοδιοτήτων, συνισταμένων εις την άσκησιν του πειθαρχικού ελέγχου των Δικηγόρων, συλλογικά όργανα της Διοικήσεως, εντεταγμένα εις τον διοικητικόν μηχανισμόν του Κράτους, τα οποία επιτελούν έργον συμφυές με την άσκησιν Διοικήσεως και όχι με την απονομήν της Δικαιοσύνης, μη αποτελούντα Δικαστήρια, κατά την έννοιαν του Συντάγματος και τας διεπούσας αυτά διατάξεις και, ως εκ τούτου, αι πράξεις αι οποίαι εκδίδονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγόρων υπόκεινται εις δικαστικόν ελέγχον. (παραβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2011/2003). Τ

Και η με αρ. 2011/2003 του ΣτΕ (ολομέλεια) σε συμφωνία με την ανωτέρω απόφαση και κατ’ εφαρμογή του λειτουργικού κριτηρίου διάκρισης των κρατικών οργάνων ορίζει ότι «Επειδή τα κατά το άρθρον 10 παρ. 15 εδ. γ’ του ν. 2298/1995 Πειθαρχικά Συμβούλια, που ασκούν την πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν επί των μονίμων υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης, είναι εντεταγμένα οργανωτικά στο (Τάχος, Α., ο.π. (σημ. 7), σελ. 445, 583 88 ΣτΕ 2011/2003: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/ypiresies/nomologies) διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος επιτελεί το συμφυές με τη διοίκηση και όχι την απονομή της δικαιοσύνης σωφρονιστικόν έργον. Η συγκρότησις των συμβουλίων αποκλειστικώς εκ δικαστικών λειτουργών δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα τους ως συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως διότι ο χαρακτήρας αυτός προκύπτει ευθέως εκ της διοικητικής φύσεως της εξουσίας των πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία εκδικάζουν πειθαρχικά αδικήματα διοικητικών και όχι δικαστικών υπαλλήλων. Κατά συνέπειαν, οι υπό των ανωτέρω δευτεροβαθμίων συμβουλίων εκδιδόμενες αποφάσεις, διά των οποίων επιβάλλονται εις τους μονίμους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης οι πειθαρχικές ποινές της παύσεως ή του υποβιβασμού, υπόκεινται εις προσφυγήν ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος.»

Οι δικαστικοί, λοιπόν , υπάλληλοι διακρίνονται από τους λοιπούς υπαλλήλους του δημοσίου κι αυτό λόγω της θέσης που κατέχουν στον τρίτο πυλώνα της Δημοκρατίας, της Δικαστικής Λειτουργίας. Από τα προαναφερόμενα τονίζεται η απαγόρευση κατοχής δεύτερης θέσης σε δημόσια υπηρεσία γεγονός που επιφέρει την αυτοδίκαιη παραίτησή του και η απαγόρευση απόσπασης αυτού εκτός των γραμματειών άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικράτειας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Η αγωγή κακοδικίας που ασκείται κατά του δικαστικού υπαλλήλου, όπως και κατά των δικαστικών λειτουργών, δικηγόρων και συμβολαιογράφων, καταδεικνύει τη θέση ευθύνης που κατέχει στο ελληνικό δικαϊκό σύστημα. Προσέτι δε, τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων συντίθενται από ανώτατους Δικαστικούς Λειτουργούς, οι οποίοι επίσης αποφασίζουν και για τις προαγωγές , τοποθετήσεις και μεταθέσεις τους. Καταφανώς, ο έλληνας νομοθέτης θεμελίωσε και εξέφρασε τη θέση για τη μεταχείριση των δικαστικών υπαλλήλων μέσω των διατάξεων αυτών, «ξεχωρίζοντάς» τους από τους λοιπούς υπαλλήλους της διοικητικής λειτουργίας του κράτους.

  • Σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον διαγωνισμό των δικαστικών λειτουργών γίνονται δεκτοί όσοι:

α. Έχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή έχουν ή είχαν διετή άσκηση δικηγορίας ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος, με μονοετή άσκηση δικηγορίας, ή είναι δικαστικοί υπάλληλοι με πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή.

  • Σύμφωνα με το Π∆ 26/2012: ΕΚΛΟΓΗ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

3. Αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται:

«ιβ) Οι υπάλληλοι µε βαθµό Α, Β` και Γ καθώς και οι υπάλληλοι µε βαθµό ∆` που είναι πτυχιούχοι νοµικής της γραµµατείας των δικαστηρίων, δηλαδή του Συµβουλίου Επικράτειας, όλων των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, των εισαγγελιών, της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και των έµµισθων υποθηκοφυλακείων.».

Επιπρόσθετα, οι δικαστικοί υπάλληλοι από την πρόσληψή τους κι έπειτα μετέχουν στην εκλογική διαδικασία από την ανακήρυξη των εκλογών έως την έκδοση των αποτελεσμάτων από το αρμόδιο δικαστήριο. Πρόκειται για μία διαδικασία ιδιαιτέρως υπεύθυνη καθώς ο δικαστικός υπάλληλος μαζί με δικαστικούς λειτουργούς μετέχουν σε διαδικασίες , όπως της κατάθεσης των υποψηφιοτήτων, της ανακήρυξης αυτών, στον έλεγχο των βιβλίων διαλογής ψήφων και των πρακτικών, στην καταχώρηση των αποτελεσμάτων, στη διαδικασία των υποβληθέντων ενστάσεων και στην επανακαταμέτρηση των ψήφων, ουσιαστικά στην επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας, καθήκοντα που του προσδίδουν γνώσεις και τον καθιστούν έναν από τους θεματοφύλακες ενός από τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη, αυτό του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

  • Σύμφωνα με την ηλεκτρονική σελίδα «ejustice.europa.eu/content_legal professions» στα νομικά επαγγέλματα της Ελλάδος, όπως άλλωστε και των λοιπών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντάσσεται και το επάγγελμα του δικαστικού υπαλλήλου, ειδικότερα αναγράφεται μεταξύ άλλων :

«Τα καθήκοντα και οι τίτλοι των δικαστικών υπαλλήλων μπορούν να έχουν μεγάλες αποκλίσεις, όπως για παράδειγμα: «Greffier» στη Γαλλία, «Rechtspfleger” στη Γερμανία, «Court clerk» στην Αγγλία.

Επιπλέον, τα καθήκοντά τους μπορούν να παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από το ένα δικαστικό σύστημα στο άλλο: ενδέχεται να είναι βοηθοί δικαστών ή εισαγγελέων, να ασχολούνται με τη διαχείριση των δικαστηρίων, να έχουν αρμοδιότητες σε ορισμένες διαδικασίες. Ανάλογα με τη χώρα, έχουν κάνει νομικές σπουδές, μπορούν να παρέχουν νομικές συμβουλές και/ή λαμβάνουν συνεχή κατάρτιση.

Σε κάθε περίπτωση, έχουν σημαντική θέση στα δικαστήρια, μέσω του ρόλου τους που συνίσταται στην υποδοχή των θυμάτων και των κατηγορουμένων και λόγω της συμβολής τους στη συνολική αποτελεσματικότητα του συστήματος.

Τα μέλη του επαγγέλματος αυτού εκπροσωπούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστικών Υπαλλήλων (E.U.R.), μία μη κυβερνητική οργάνωση την οποία συγκροτούν επαγγελματικές οργανώσεις από διάφορες χώρες. Οι στόχοι της E.U.R.) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: τη συμμετοχή στη θέσπιση, τον σχεδιασμό και την εναρμόνιση της νομοθεσίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο τη συνεργασία με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα την εκπροσώπηση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών της και την προώθηση του επαγγέλματος προς το συμφέρον της βελτίωσης της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος».

Οι δικαστικοί υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, υπαγόμενοι στη σκέπη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όλων των βαθμών και όλων των κλάδων, επιστήμονες, κάτοχοι πτυχίων, κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών, τελειόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατέχοντας ο καθείς τη θέση του και εκτελώντας με ευπρέπεια, συνέπεια και αποτελεσματικότητα την εργασία που του έχει ανατεθεί, θα συνεχίσουν με την ίδια απρόσκοπτη προσήλωση να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

Το ανωτέρω κείμενο επιμελήθηκε η συνάδελφος και μέλος του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, Δήμητρα Τζημούρτα.

ΤΟ Δ.Σ. ΤΟΥ Σ.Δ.Υ.Θ.

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here