Από την 1η Μαΐου 1893… στην 1η Μαίου 1944 (Αναδημοσίευση από kar.org.gr)

     

    Η εργατική Πρωτομαγιά γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο για να τιμηθούν οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες του 19ου αι. Την εποχή εκείνη οι εργάτες δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα εργοστάσια για 12-18 ώρες την ημέρα, χωρίς αργίες και ασφάλιση. Πολλά ήταν τα εργατικά ατυχήματα και οι νεκροί από τις άθλιες συνθήκες εργασίας ενώ συχνή ήταν και η παιδική εργασία, ιδίως στα εργοστάσια και στα ανθρακωρυχεία της Αγγλίας Βασικό αίτημα των εργατών ήταν η καθιέρωση του 8ωρου και η πρόσθετη αμοιβή για τις υπερωρίες. Το αίτημα αυτό, ήδη από το 1829, είχε ακουσθεί από τους ΄Αγγλους εργάτες στο συνέδριο τηςΔ΄ Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Από το 1866 ψηφίστηκε να είναι το πιο βασικό αίτημα. Τα συνδικάτα των εργατών ήταν παράνομα και πολλοί φυλακίζονταν όταν μιλούσαν για δικαιώματα και απεργίες. Το 1872 οι εργάτες στον Καναδά έκαναν μεγάλες απεργίες που οδήγησαν την κυβέρνηση να δεχθεί ως νόμιμα τα εργατικά συνδικάτα. Αυτό θεωρήθηκε πολύ μεγάλη νίκη και έδωσε ελπίδα στους εργάτες και σε άλλα μέρη να συνεχίσουν τους αγώνες τους για καλύτερες συνθήκες εργασίας και περισσότερα δικαιώματα.

    Έτσι το 1886, την Πρωτομαγιά, έγιναν μεγάλες απεργίες στο Σικάγο. Μεγάλος αριθμός εργατών (400.000 εργάτες) απέργησαν με βασικό αίτημα «Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ύπνο». Στην μεγάλη πορεία περίπου 90.000 διαδήλωσαν αλλά εμποδίστηκαν από την αστυνομία. Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισαν πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης. Την επομένη, αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν με τη βία τη συγκέντρωση και τότε, από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών, ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά. Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν Γερμανοί μετανάστες.

    Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή γι’ αυτό κρίνονται ένοχοι αυνομωσίας.

     

    Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα»: Εμπρός παιδιά της Πατρίδας, Η μέρα της δόξας έφθασε! Ενάντια στην τυραννία μας, Το ματωμένο λάβαρο υψώθηκε… Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ. Τρία χρόνια μετά, με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση, στις 14 Ιουλίου 1889 στο Παρίσι αποφασίστηκε η καθιέρωση της 1ης Μάη, η ημέρα της απεργίας των εργατών του Σικάγο, ως διεθνούς ημέρας των εργατών, στο ιδρυτικό συνέδριο της Β΄Διεθνούς. Δεν ήταν όμως εύκολο να εορτασθεί γιατί οι κυβερνήσεις αντιδρούσαν και γίνονταν συμπλοκές με την αστυνομία.

    Ο πρώτος εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα οργανωτής του πρώτου εορτασμού της εργατικής Πρωτομαγιάς ήταν ο σοσιαλιστής Σταύρος Καλλέργης. Το 1893 στις 2 Μαϊου, ημέρα Κυριακή , στις 5.00 το απόγευμα, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και συγκεντρώθηκαν περίπου 2.000 άτομα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Καλλέργης μετά πήγε στη Βουλή για να δώσει το ψήφισμα που ζητούσε την καθιέρωση του 8ωρου αλλά συνελήφθη. Οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες θ’ αντιμετωπίσουν το γεγονός με σκωπτική διάθεση, σαν ένα εξωτικό φρούτο που μεταφυτεύθηκε μεν από τη Δύση, αλλά μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στο ελληνικό κλίμα. «Πολλοί εκ των κατωτέρων της κοινωνίας τάξεως, αναγνώσαντες τας τοιχοκολληθείσας ειδοποιήσεις του Συλλόγου των Σοσιαλιστών, έσπευσαν χθες εις το Στάδιον διά να ίδουν τι είδους άνθρωποι είναι τέλος πάντων αυτοί οι σοσιαλισταί», διαβάζουμε σ’ ένα τυπικό ρεπορτάζ της επομένης. «Και τους είδον χθες και επείσθησαν ότι δεν είνε τόσον κακοί άνθρωποι, όσον τουλάχιστον τους φαντάζονται, αναγιγνώσκοντες εις τας εφημερίδας τας ταραχάς ας προκαλούσιν εν ταις ευρωπαϊκαίς μεγαλοπόλεσι κατά πάσαν 1ην Μαΐου» («Εφημερίς», 3.5.1893, σ.2). Εντελώς διαφορετικά θα εξελιχθούν τα πράγματα με τον δεύτερο εορτασμό του 1894, καθώς στο μεσοδιάστημα η στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου (10.12.1893) είχε καταδείξει τα όρια του εγχώριου καπιταλισμού. Το εργατικό κίνημα και ο σοσιαλισμός δεν αποτελούν πλέον δείγμα εξωτισμού αλλά απειλή για τις δυνατότητες των αστών να βγουν από την κρίση, μετακυλίοντας το βάρος στα ασθενέστερα στρώματα. Το ίδιο έντυπο που την προηγούμενη χρονιά έβρισκε τους σοσιαλιστές όχι και τόσο κακούς, αναρωτιέται τώρα αν «τα κρούσματα του σοσιαλισμού επροχώρησαν μέχρι βαθμού τοιούτου, ώστε να καθίσταται ανάγκη να λάβωμεν τα μέτρα μας, να εμβολιασθώμεν, διά να αποφύγωμεν τον κίνδυνον», ανησυχεί για το ότι στην Πάτρα «εκήρυξαν απεργίαν οι σταφιδοεργάται, απαιτούντες αύξησιν ημερομισθίου και αύξησιν ωρών αναπαύσεως» και, ακόμη περισσότερο, για «τα προ τινος τοιχοκολληθέντα εν Αθήναις ερυθρά προγράμματα τα καταγιγνώσκοντα θάνατον των πλουσίων, καθώς και την εν Μήλω απόπειραν διά δυναμίτιδος, ήτις εξερράγη κάτωθεν του παραθύρου του αυτόθι οικονομικού εφόρου» («Εφημερίς», 21.5.1894, σ. 1). Έτσι το 1894 συγκεντρώθηκαν πολύ περισσότεροι και σε ψήφισμά τους διεκδικούσαν: – καθιέρωση 8ωρης εργασίας – απαγόρευση εργασίας ανηλίκων – καθιέρωση της αργίας της Κυριακής – σύνταξη στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων – κατάργηση των θανατικών εκτελέσεων και της προσωποκράτησης για χρέη Η συγκέντρωση τελείωσε ειρηνικά αλλά αργότερα έγιναν 11 συλλήψεις. Συνελήφθη πάλι και ο Καλλέργης ενώ απαγορεύθηκε ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα των νέων καιρών το δίνει η «Εστία» της 27ης Μαΐου, καταγγέλλοντας πρωτοσέλιδα την ανεκτικότητα της πολιτείας απέναντι στον εσωτερικό εχθρό που φυτεύει «το σπέρμα του ευαγγελίου του σοσιαλισμού, της αρπαγής και της αναρχίας»: «Ουδαμού αι κυβερνήσεις του κοινωνικού καθεστώτος, το οποίον δεν περιήλθεν ακόμη εις τας χείρας της αναρχίας και της δυναμίτιδος, επιτρέπουν εν υπαίθρω τας υπό το πρόσχημα εορτών συναθροίσεις ταύτας, καθ’ άς διδάσκεται η απάρνησις της πατρίδος, το μίσος το άγριον μεταξύ αδελφών, και καθ’ άς το έγκλημα διακηρύσσεται ως δικαίωμα αμύνης κατά των δήθεν εκμεταλλευτών του εργάτου, υπό των αληθών αυτού εκμεταλλευτών».

    Αν αντικαθιστούσαμε την καθαρεύουσα του άρθρου με τη μαγκιόρα καθομιλουμένη ενός Φαήλου Κρανιδιώτη, η περιγραφή της Πρωτομαγιάς του 1894 θα μπορούσε άνετα να είχε αναρτηθεί σε κάποιον φιλοκυβερνητικό ιστοχώρο των ημερών μας: «Ανέβησαν οι ρήτορες της αναρχίας επί των μαρμάρων των ασπίλων, από των οποίων οι πρόγονοί των εθεώντο τους αγώνας, και όλος ο τίμιος εκείνος λαός, ο οποίος είχε διαχυθή εκεί διά να ανακουφισθή από των κόπων αληθούς, πραγματικής εργασίας, ήκουσε από του στόματος ανθρώπων οι οποίοι ουδέποτε ειργάσθησαν, ουδέν ήσκησαν επάγγελμα, ότι η λέξις πατρίς είνε χίμαιρα και βλασφημία, ότι καμμίαν δεν έχουν υποχρέωσιν προς αυτό το λεγόμενον έθνος, ότι το έθνος των είνε ο κόσμος, ότι συμπολίται των είνε οι πανταχού της γης κοινωνισταί και αναρχικοί, ότι οι εχθροί των τους οποίους οφείλουν να μισούν και να εξοντώσουν είνε οι εργοδόται των και όσοι έχουν μικρόν αποταμίευμα, ότι εκμεταλλευταί των και βδέλλαι, αι οποίαι ροφούν το αίμα των εργατών, είνε οι εργοδόται των, οι ιερείς, οι στρατιωτικοί, οι υπάλληλοι». Περισσότερο κι από τους λόγους των ρητόρων, αυτό που προκάλεσε την αγανάκτηση της εφημερίδας ήταν ωστόσο η έμπρακτη εφαρμογή των κηρυγμάτων τους, με την υποκίνηση απεργιών στο μαλακό υπογάστριο της εθνικής οικονομίας: «Κατά χθεσινόν τηλεγράφημα εκ Πατρών, οι εργάται των σταφιδαμπέλων εκήρυξαν απεργίαν ζητούντες πεντάδραχμον ημερομίσθιον και δίωρον ανάπαυσιν, κατόπιν αγορεύσεως του επί τούτου μεταβάντος εκεί σοσιαλιστού. Εχομεν λοιπόν και τας απεργίας εν Ελλάδι και πού; Εις την σταφίδα. Ακούσατε σεις οι θέλοντες να στηρίξετε το εθνικόν προϊόν και να ανορθώσετε τα πεπτωκότα. Οι πάσχοντες, οι πεινώντες δεν είνε οι δυστυχείς κτηματίαι, αλλ’ οι αντί αδρού ημερομισθίου καλλιεργούντες τα κτήματά των εργάται». Την αντεστραμμένη εικόνα της «εκμετάλλευσης» των εργοδοτών από τους εργάτες τους συμπληρώνει η προτροπή άμεσης καταστολής του εσωτερικού εχθρού. Υπακούοντας στο δημόσιο αυτό παράγγελμα, οι αστυνομικοί Μιλτιάδης Εβερτ (παππούς του πρώην αρχηγού της Ν.Δ.) και Παλαμάρας ανέλαβαν δράση τις επόμενες μέρες, συλλαμβάνοντας δέκα στελέχη του Σοσιαλιστικού Συλλόγου, με πρόσχημα μια ενυπόγραφη -υποτίθεται- απειλητική επιστολή ενός από τους ομιλητές της Πρωτομαγιάς προς τον μεγιστάνα κερδοσκόπο Ανδρέα Συγγρό. Ολοι οι επιζήσαντες απαλλάχθηκαν τους επόμενους μήνες πανηγυρικά από τα δικαστήρια, εκτός από έναν: τον Διονύσιο Μάργαρη, που είχε ήδη πεθάνει στη φυλακή από τις κακουχίες. Δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα μιας μακράς πορείας διώξεων του ελληνικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος.

    Για αρκετά χρόνια δεν ξαναγιορτάσθηκε η εργατική Πρωτομαγιά . Παρά την απαγόρευση, το 1911 όμως τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη αρκετοί συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν τους εργάτες του Σικάγο και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Η αστυνομία έκανε πολλές συλλήψεις και στις δύο πόλεις. Λόγω των πολέμων που ακολούθησαν (Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) η Πρωτομαγιά ξαναγιορτάστηκε το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ (μετεπειτα ΚΚΕ), σε 12 πόλεις της Ελλάδας. Την περίοδο που ετοιμάζεται ο εορτασμός στην Ελλάδα ισχύει ακόμη ο στρατιωτικός νόμος, η κυβέρνηση Βενιζέλου συμμετέχει με στρατεύματα στη διεθνή επέμβαση για κατάπνιξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, ενώ διεξάγονται συνομιλίες για τη συνθήκη τερματισμού του Α” Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι. Η Ελλάδα ετοιμάζεται για τη μικρασιατική εκστρατεία και εκείνες τις μέρες παίρνει το «πράσινο φως» για την απόβαση στη Σμύρνη (Μάιος 1919). Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ε. Μαχαίρας (φανατικός βενιζελικός) επιδιώκει να μην εορταστεί η Πρωτομαγιά «ένεκα των εξαιρετικών εθνικών περιστάσεων». Αντίθετη γνώμη έχει η μειοψηφία (5 από τους 11 της διοίκησης), η οποία με βάση την απόφαση του Α” Πανεργατικού Συνεδρίου προχωρά στην εξαγγελία και την προετοιμασία του εορτασμού. Δεν έχει μόνο τη νομιμότητα με το μέρος της, αλλά και τον επαναστατικό άνεμο που φυσάει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη.

    Έπειτα από χρόνια κυριαρχίας του εθνικισμού και παύσης των διεκδικητικών και ταξικών αγώνων, λόγω του πολέμου, η 1η Μάη επιστρέφει στις ρίζες του 1889-1890, όταν ορίστηκε ως διεθνής μέρα της εργατιάς. Παρά τις απαγορεύσεις και την παρουσία στρατού έξω από το εργοστάσιο Ηλεκτρισμού, τα σωματεία και τα γραφεία του ΣΕΚΕ, ο εορτασμός θα σημειώσει πρωτοφανή επιτυχία. Θα γίνει με υποδειγματική τάξη, χάρη στα μέτρα που πήραν τα σωματεία και η «εργατική αστυνομία». Ομιλητές ήταν ο Αχ. Χατζημιχάλης και ο Γ. Παπανικολάου εκ μέρους της ΓΣΣΕ, ο Στ. Κόκκινος από το ΣΕΚΕ. Στιγμάτισαν «την αθλιότητα των συνθηκών υπό τας οποίας ζουν οι εργάται, υφαίνοντες τα μεταξωτά των πλουσίων για να γυρίζουν αυτοί γυμνοί, κτίζοντες τα μέγαρα εκείνων για να κατοικούν αυτοί στας τρώγλας». Εκείνος, όμως, που θα ξεσηκώσει τους συγκεντρωμένους, με την ομιλία του, είναι ο Α. Μπεναρόγια. Ο Θεσσαλονικιός εργατικός ηγέτης ήταν από τους ιδρυτές του οργανωμένου σοσιαλιστικού κινήματος και πολύ γνωστός για τους αγώνες του. Σε φίλους και ταξικούς εχθρούς… «Είμεθα άπειροι, αλλά…» «Αι πιέσεις, τα εμπόδια δεν μας απελπίζουν. Είμεθα ακόμη άπειροι, είμεθα αρχάριοι. Η Πρωτομαγιά όλων των εργατών του κόσμου είναι αρχή της αναγεννήσεως. Αναγεννόμεθα, οργανούμεθα. Μια νέα ζωή ήδη αρχίζει για μας, μια νέα ελπίδα μας ενθαρρύνει… Στην τιμία Ελλάδα απομένει να βάλη και εδώ τα θεμέλια του νέου κόσμου, που οικοδομείται…» Η πρώτη ματωμένη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα ήταν αυτή του 1924. Η συγκέντρωση διοργανώθηκε από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας στην πλατεία Κοτζιά και πραγματοποιήθηκε παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Ακολούθησαν επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, με συνέπεια να χάσει τη ζωή του ο εργάτης Σωτήρης Παρασκευαΐδης και δεκάδες άλλοι να τραυματιστούν. Πρωτομαγιά 1934 Καλαμάτα:Οκτώ διαδηλωτές νεκροί σε κινητοποιήσεις μυλεργατών και λιμενεργατών.

    Σημαντικός ήταν ο εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη το 1936. Είχε προηγηθεί η οικονομική κρίση από την πτώχευση της Ελλάδας το 1932 και η Μικρασιατική καταστροφή και τα μεροκάματα είχαν μειωθεί πολύ. Τα τρόφιμα είχαν ακριβύνει πολύ ενώ πολλοί αναγκάζονταν να εργάζονται δωρεάν για τα ένσημά τους. Ήταν 1η Μαΐου του 1936 όταν οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα και η απεργία είναι πλέον πανεργατική. Συμμετείχαν και πολλές γυναίκες που δούλευαν στα υφαντουργεία. Ο Ι. Μεταξάς, σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό.

    H απεργία συνεχίζεται και στις 9 του Μάη, στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου. Από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης. Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300. Στο σημείο της συμπλοκής, θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη. Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί. Αυτή η Εικόνα ενέπνευσε αργότερα τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο… Στις κηδείες των νεκρών μαζεύτηκαν πάνω από 150.000 άνθρωποι για να τους τιμήσουν.

    Ημερομηνία-σταθμός όμως για την Πρωτομαγιά στην Ελλάδα η 1η Μαΐου 1944, όταν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από τα γερμανικά πολυβόλα πέφτουν νεκροί 200 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές.

    Όταν ένας Γερμανός στρατηγός, τρεις αξιωματικοί και αρκετοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους σε ενέδρα ανταρτών στους Μολάους, οι κατοχικές δυνάμεις αποφάσισαν την εκτέλεση των Διακοσίων κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης. Ποιος, όμως, έφτιαξε εκείνο τον κατάλογο; Μήπως οι Μεταξικοί δεν παραδώσανε στους Γερμανούς τα κλειδιά της φυλακής των κρατουμένων κομμουνιστών; Φαίνεται, λοιπόν, πως έπρεπε οι κομμουνιστές ν’ αφανιστούν μόνο και μόνο γιατί ήσαν κομμουνιστές. Απ” αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.

    Ο εχθρός είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του λίγες ημέρες πριν, όταν δημοσιοποίησε μέσω του κατοχικού Τύπου και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση: «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν: 1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944. 2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς. Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».

    Κανείς δεν πήρε αψήφιστα αυτό το έγγραφο, πολύ περισσότερο οι αντιστασιακές οργανώσεις, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, που για μια ακόμη φορά καλούνταν να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος για την επιλογή τους να οργανώσουν τη λαϊκή αντίσταση κατά του κατακτητή. Ετσι, μόλις γνωστοποιήθηκε η παραπάνω ανακοίνωση, ξεδιπλώθηκε μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής. «Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – λέει ο Θ. Χατζής – κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν το λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλιά. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς το Ράλλη και το δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του »προσευχόταν» για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων. Όταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: »Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό!..»». Ο Β. Μπαρτζιώτας (γραμματέας της ΚΟΑ του ΚΚΕ) δίνει τη δική του μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες: «Στις 29 – 30 Απρίλη 1944, γράφει, γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση – καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία – κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους: – Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται… Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους… Σ” αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί: – Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας». Συζητήσαμε στην Επιτροπή Πόλης – λέει Β. Μπαρτζιώτας – τη δυνατότητα να σώσουμε τους 200 συντρόφους μας. Την 1η του Μάη 1944, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν στο πόδι και μαζί του ο λαός της ηρωικής Καισαριανής. Ήταν όμως αδύνατο να χτυπήσουμε τους Γερμανούς, που συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις. Οι πρώτες προσπάθειες που κάναμε μάς στοίχισαν πολύ ακριβά… Οι καμπάνες της Καισαριανής χτυπούσαν πένθιμα… και οι σύντροφοί μας έπεφταν ηρωικά από τις φασιστικές σφαίρες. Τραγουδούσαν όλοι μαζί τη Διεθνή, τον Εθνικό Ύμνο και ζητωκραύγαζαν για το ηρωικό ΚΚΕ. Φύγαμε πικραμένοι από τον τόπο του μαρτυρίου, γιατί δεν μπορέσαμε να σώσουμε τους συντρόφους μας. Μερικοί από μας κλαίγανε… δεν πειράζει, το κλάμα για αγαπητούς συντρόφους, που χρόνια ζούσαμε μαζί στην Ακροναυπλία, ξαλαφρώνει την καρδιά… μέσα μας όμως θέριευε η θέληση για αγώνα, να απελευθερώσουμε την πατρίδα, από το μίασμα του χιτλερικού φασισμού, να φκιάσουμε καινούρια Ελλάδα της δουλιάς και τη λευτεριάς».

    Πρωτομαγιά, 5 το ξημέρωμα. Τραγουδούσαν και χόρευαν οι μελλοθάνατοι, έφτυναν κατάμουτρα το χάρο. Δέκα αυτοκίνητα τους πρόσμεναν με προορισμό το Σκοπευτήριο. Σε χαρτάκια γραμμένα τα στερνά τους λόγια που τα πέταγαν κατά τη διαδρομή. Στις 10 το πρωί άρχισαν οι πολυβολισμοί που δεν καταλάγιασαν μέχρι τ’ απομεσήμερο. Οι Γερμανοί δέχτηκαν να μη γδυθούν οι εκτελεσμένοι που μεταφέρονταν στον τόπο της εκτέλεσης σε εικοσάδες. Αγγαρέψανε αρκετούς από τη γύρω περιοχή για να κουβαλούν τα άψυχα πτώματα και να τα πετούν στο αυτοκίνητο-σκουπιδιάρα. Τρεις κλοιοί ήσαν που περίμεναν το Σκοπευτήριο. Στον τόπο εκτέλεσης ήσαν Γερμανοί των Ες-Ες. Έξω ακριβώς γερμανοτσολιάδες και παραέξω αστυφύλακες. Κατά τη μεταφορά των νεκρών με τα πέντε αυτοκίνητα-σκουπιδιάρες οι γερμανοτσολιάδες χόρευαν και τραγουδούσαν «εγώ είμαι ‘γω ευζωνάκι γοργό». Αχ, ρε τιμημένε τσολιά, πώς σου καταντήσανε την άξια στολή σου! Απ’ την άλλη, όμως, τα μάτια πολλών αστυφυλάκων ήσαν βουρκωμένα. Από τις χαραμάδες των φορτηγών έτρεχε το αίμα. Στο χωμάτινο δρόμο το ρουφούσε η γης, αλλά στην άσφαλτο σχηματιζόταν ένα άλικο αιμάτινο ρυάκι σε μαύρο φόντο. Θυμιάζανε μερικές γυναικούλες κι άλλοι αφήνανε λίγα λουλούδια στις αραδιασμένες αιμάτινες γραμμές. Στο Γ’ Νεκροταφείο προσμένανε διακόσιοι τάφοι για να δεχτούν αυτούς που τραγούδαγαν τον εθνικό ύμνο την ώρα που τους εκτελούσαν. Κι εκεί έτρεξαν λίγοι γνωστοί και συγγενείς, ν’ αφήσουν μερικά λουλούδια και καυτά δάκρυα, σ’ όποιο τάφο βρίσκανε μπροστά τους, αφού δεν υπήρχανε απάνω γραμμένα ονόματα.

    ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

    Please enter your comment!
    Please enter your name here